Ο Νικηφόρος
Βρεττάκος στην Κοζάνη
Στις 28 Μαΐου του 1991, ο
Σύνδεσμος Φιλολόγων Κοζάνης, σε συνεργασία με το Δήμο Κοζάνης, που τον
ανακήρυξε επίτιμο δημότη της πόλης, και την τοπική ΕΛΜΕ, κάλεσε το Νικηφόρο Βρεττάκο
και διοργάνωσε μια πολύ όμορφη εκδήλωση για τον ποιητή, χαρίζοντας έτσι ευεργετική δροσιά στις ψυχές όσων
παραβρέθηκαν.
Λίγες μέρες μετά,
αποτιμώντας την όλη διαδικασία, η τότε πρόεδρος του Συνδέσμου Φιλολόγων
Κοζάνης, κ. Γιάννα Γκουτζιαμάνη, έγραψε μεταξύ άλλων στον τοπικό τύπο:
«…μοναδική η στιγμή της απαγγελίας από τον ίδιο τον ποιητή. Η φωνή του βαθιά,
ζεστή, ανθρώπινη μετέδωσε την ατμόσφαιρα της ποίησής του. Την επόμενη μέρα,
μετά την εκδήλωση, ο λόγος του ηχούσε
ακόμα, η παρουσία του άφησε πίσω το άρωμα της ποίησης. Όσοι τον ζήσαμε από
κοντά για δύο μέρες νιώσαμε την παρουσία του σαν ευλογία αλλά και δρόσισμα
ψυχής. Δεν είναι μόνο ο ποιητής με το χάρισμα του λόγου. Είναι το σκαμμένο του
πρόσωπο, που το ράπισαν αλλόφρονα κύματα,
είναι η ζεστή φωνή, είναι το ήρεμο βλέμμα του που έβλεπες την εμπιστοσύνη για
τον άνθρωπο. Τον ρωτήσαμε πώς μπόρεσε να την κρατήσει μέσα του με τα τόσα που
πέρασε. Και περισσότερο, πώς μπορεί να την κρατάει σήμερα σε μια επικίνδυνα αλλοτριωτική και
αντιπνευματική –όπως τη χαρακτήρισε ο ίδιος- εποχή. Η απάντησή του ήταν απλή:
“όταν αγαπάς κάτι, το κρατάς μέσα σου και αυτό σε στηρίζει”.
Απλός, ευγενικός, ταπεινός,
ανοιχτός στον καθένα. Δεν κινδυνεύει από αλαζονεία και έπαρση∙ γαλήνιος,
απολαμβάνει τη συγκομιδή των κόπων του, την αγάπη του κόσμου. Δεν μπορεί να πει
όχι σε κανέναν. “Αφού ο κόσμος θέλει, πώς να του το στερήσω. Δεν έχω το
δικαίωμα”. Τη σωματική κούραση εξουδετέρωνε η ηθική ικανοποίηση. Αγαπάει και
συγκινείται από ό,τι ανθρώπινο, αληθινό.
Και η πόλη μας του πρόσφερε αυτό το δώρο. Έφυγε
συγκινημένος από το ενδιαφέρον πολλών να
μιλήσουν μαζί του. Το ακροατήριο ήταν συγκινητικό. Με κατάνυξη παρακολούθησε
την εκδήλωση. Ξεχωριστές στιγμές ήταν οι απαγγελίες παιδιών και η μουσική
δημιουργία της μαθήτριας Κολοκυθά Καρολίνας. Και, η πιο τρυφερή στιγμή, όταν
πολλά παιδιά έτρεξαν κοντά του, για να τους γράψει κάτι, να τους αφιερώσει…».
Μετά από πολύ λίγο καιρό, ο
ποιητής …έφυγε από τούτο το φως, ελίχθηκε
προς τα πάνω όπως ένα ρυάκι που μουρμουρίζει. Και αν τυχόν κάπου ανάμεσα στους
γαλάζιους διαδρόμους συνάντησε αγγέλους, θα τους μίλησε ελληνικά
«επειδή δεν ξέρουνε γλώσσες. Μιλάνε
μεταξύ τους με μουσική».
μεταξύ τους με μουσική».
Ευχαριστούμε την κ. Γκουτζιαμάνη για το υλικό που μας παραχώρησε